- καρύκευμα
- τοη πράξη του καρυκεύω, καρύκευση, άρτυμα, μπαχαρικό, σάλτσα: Τα νόστιμα φαγητά θέλουν καρυκεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καρύκευμα — savoury dish neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρύκευμα — το (AM καρύκευμα) [καρυκεύω] 1. η παρασκευή καρυκευμένων φαγητών, η καρύκευση 2. καθετί που χρησιμοποιείται κατά το μαγείρεμα για να γίνει νόστιμο το φαγητό, άρτυμα, μπαχαρικό 3. έδεσμα πλούσια καρυκευμένο … Dictionary of Greek
καρυκευμάτων — καρύκευμα savoury dish neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεύμασι — καρύκευμα savoury dish neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεύματα — καρύκευμα savoury dish neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρυκεύματος — καρύκευμα savoury dish neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανθρίσκος — Γένος φυτών τηςοικογένειας των σκιαδοφόρων. Περιλαμβάνει ετήσιες πόες και 13 είδη, από τα οποία τα τέσσερα είναι γνωστά στην Ελλάδα. Από αυτά, το κοινότερο είναι ο α.ο κηρόφυλλος,γνωστός με την ονομασία σκατζίκι στην Κεφαλονιά, όπου είναι… … Dictionary of Greek
προσάρτυμα — τὸ, Α το καρύκευμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἄρτυμα «καρύκευμα»] … Dictionary of Greek
άρτυμα — το (AM ἄρτυμα) [αρτύω] το καρύκευμα, το μυρωδικό αρχ. ό,τι προξενεί ευχαρίστηση ή ανακούφιση, η ανάπαυση από τους πόνους … Dictionary of Greek
ήδυσμα — το (AM ἥδυσμα) [ηδύνω] καθετί που παρέχει γλυκύτητα, καθετί που κάνει το φαγητό νόστιμο, άρτυμα, καρύκευμα («παντοδαπά ἡδύσματα εἰς τὸ στόμα λαμβάνων», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. καθετί που παρέχει ευχαρίστηση, τέρψη («οὐχ... ἡδύσματι χρῆται ἀλλ ὡς… … Dictionary of Greek